μορφίνη

μορφίνη
Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7-17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783-1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα, επειδή ήταν γνωστή η ιδιότητα της να προκαλεί ύπνο. Η μ. είναι μια οργανική βάση με ένα άτομο τρισθενούς αζώτου (χημικός τύπος C17H19O3N). H σύνθεσή της πραγματοποιήθηκε πρώτη φορά το 1952 με μια πολύπλοκη μέθοδο που συνίσταται σε 27 διαδοχικές αντιδράσεις· η σημασία της σύνθεσης αυτής είναι καθαρά θεωρητική. Στον άνθρωπο, σε μικρές δόσεις, η μ. προκαλεί ελαφρά διεγερτικά φαινόμενα, όπως μέτρια αϋπνία, αύξηση των ανακλαστικών, πλούσια και ταχεία σκέψη. Δεν είναι όμως εύκολο να καθοριστούν οι κατάλληλες δόσεις γι’ αυτά τα αποτελέσματα, επειδή αντιδρούν διαφορετικά τα διάφορα άτομα, και γιατί είναι εύκολο το πέρασμα σε δόσεις που προκαλούν αντίθετα αποτελέσματα, όπως ελάττωση των αισθημάτων του πόνου, της πείνας, και αδιαθεσία, με παράλληλη εμφάνιση ευχάριστων σκέψεων, ενώ περιορίζεται προοδευτικά η προσοχή ώσπου επέρχεται ο ύπνος. Από τις παρενέργειες της μ. κυριότερες είναι η ελάττωση της συχνότητας των αναπνευστικών κινήσεων και η αύξηση του εύρους τους, η ελάττωση του καρδιακού ρυθμού και η αναστολή της κινητικότητας του εντέρου. Από τις σπουδαιότερες θεραπευτικές εφαρμογές της είναι οι σχετικές με την αναλγητική της δράση, η οποία είναι ικανή να διακόψει έντονες επώδυνες κρίσεις. Η μακροχρόνια χρήση της μ. που οφείλεται σε χρόνια επώδυνα νοσήματα ή όταν επιζητείται λόγω εθισμού, προκαλεί μια ειδική τοξικομανία, που καλείται μορφινισμός. Η κλινική εικόνα του μορφινισμού χαρακτηρίζεται από διαταραχές του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς· οι ψυχικές λειτουργίες διεγείρονται, χάνουν όμως σε παραγωγικότητα, προοδευτικά εμφανίζεται μια μεταβολή της συναισθηματικότητας και εξασθένηση των ηθικών αναστολών, προοδευτική απώλεια ενδιαφέροντος για τα οικογενειακά και κοινωνικά καθήκοντα, φοβερή ανάγκη λήψης της δρόγης, ικανή να ωθήσει σε πράξεις κάθε είδους· με τον καιρό προσθέτεται κατάπτωση της γενικής κατάστασης του οργανισμού. Η στέρηση της μ. σ’ αυτές τις περιπτώσεις προκαλεί μια από τις δραματικότερες κλινικές εικόνες της ιατρικής: τρομερή αγωνία, έμετοι, διάρροια, κρίσεις κλάματος, αϋπνία, παρά την έντονη αίσθηση υπνηλίας, κατάθλιψη που μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Στις περιπτώσεις αυτές η θεραπεία γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε κατάλληλες κλινικές.
* * *
η
(φαρμ.) το κύριο αλκαλοειδές τού οπίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό και ως παυσίπονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. morphine < Μορφεύς «θεός τού ύπνου». Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Μακκά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μορφίνη — η (λ. γαλλ.), είδος ναρκωτικού που σε μικρές δόσεις χρησιμοποιείται ως αναλγητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωδεΐνη — Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7 2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο,… …   Dictionary of Greek

  • μορφινίζω — 1. αναισθητοποιώ, ναρκώνω χρησιμοποιώντας μορφίνη 2. μτφ. καταγοητεύω ή καταδημαγωγώ κάποιον, ώστε να μην μπορεί να σκεφθεί και να κρίνει σωστά, εξαπατώ, ξεγελώ, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλούς λόγους 3. (το μέσ. παθ.) μορφινίζομαι παίρνω μορφίνη …   Dictionary of Greek

  • μορφινομανία — η ιατρ. εθισμός και εξάρτηση από τη μορφίνη, ακατανίκητο πάθος για τη μορφίνη, τυπική μορφή τοξικομανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morphinomanie (< μορφίνη + μανία < μανής < μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • μορφινικός — ή, ό [μορφίνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μορφίνη («μορφινικό άλας») …   Dictionary of Greek

  • ναλορφίνη — η (φαρμ.) ημισυνθετική ουσία τής ομάδας τών μορφινικών, που, σε μικρές δόσεις, χρησιμοποιείται κατά τών δηλητηριάσεων από μορφίνη και από μορφινοειδείς ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξένου όρου, πρβλ. αγγλ. nal or phine < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • μορφινομανία — η το ακατανίκητο πάθος να παίρνει κανείς μορφίνη, ο εθισμός στη μορφίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”